- φουγκάτο
- το, Νμουσ. μέρος ενός μουσικού έργου, που ακολουθεί τη μορφή τής φούγκας, ενώ το υπόλοιπο έργο δεν υπόκειται σε αυτήν τη μορφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fugato].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φούγκα — (Μουσ.). Η πιο ολοκληρωμένη πολυφωνική μουσική μορφή –φωνητική ή ενόργανη– με το όνομα της οποίας συνδέεται η έννοια της ροής της αμοιβαίας φυγής των διαφόρων μερών ή φωνών του μουσικού λόγου. Η μορφική έννοια της φ. έχει ως επίκεντρο την… … Dictionary of Greek